- γκιαούρ
- και γκιαούρης, οκατά τους Μωαμεθανούς ο μη μουσουλμάνος, και ειδικότερα ο Χριστιανός, δηλ. ο άπιστος, ο αρνησίθεος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. giaur «άπιστος» < (περσ.) gabr «πυρολάτρης»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βύρων, λόρδος — (George Gordon Byron, Λονδίνο 1788 – Μεσολόγγι 1824). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου ποιητή και φιλέλληνα Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον. Πέρασε δυστυχισμένα παιδικά χρόνια σε ένα κλειστό περιβάλλον στο Αμπερντίν της Σκοτίας, εξαιτίας των… … Dictionary of Greek
Δοσίου, Αικατερίνη — (1820 – 1856).Λογία. Έγραψε πολλά έργα, το σπουδαιότερο από τα οποία είναι μια γλαφυρή έμμετρη μετάφραση του Γκιαούρ του Βύρωνα. H μετάφραση αυτή δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό της και ανατυπώθηκε πολλές φορές … Dictionary of Greek
Σμύρνη — I (Izmir τουρκικά). Πόλη (946.294 κάτ.) της δυτικής Τουρκίας στα παράλια του Αιγαίου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (12263 τ. χλμ., 2.316.843 κάτ.). Βρίσκεται μεταξύ του ομώνυμου κόλπου (του Ερμαίου των αρχαίων) στις εκβολές του Κεμέρ Τσαγί,… … Dictionary of Greek
ghiaur — GHIAÚR, ghiauri, s.m. Denumire dispreţuitoare dată în trecut de turci persoanelor de altă religie decât cea mahomedană. – Din tc. gâvur. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 ghiaúr s. m. (sil. ghia ), pl. ghiaúri Trimis de siveco,… … Dicționar Român